ορμήνια
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ορμήνια | οι | ορμήνιες |
| γενική | της | ορμήνιας | — | |
| αιτιατική | την | ορμήνια | τις | ορμήνιες |
| κλητική | ορμήνια | ορμήνιες | ||
| Προφέρεται με συνίζηση στην κατάληξη ως παροξύτονο. Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
| Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ορμήνια < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
ορμήνια θηλυκό
- γνώμη που δίνεται σε κάποιον για το τι πρέπει να κάνει
- συμβουλή
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.