ορκωτός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ορκωτός η ορκωτή το ορκωτό
      γενική του ορκωτού της ορκωτής του ορκωτού
    αιτιατική τον ορκωτό την ορκωτή το ορκωτό
     κλητική ορκωτέ ορκωτή ορκωτό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ορκωτοί οι ορκωτές τα ορκωτά
      γενική των ορκωτών των ορκωτών των ορκωτών
    αιτιατική τους ορκωτούς τις ορκωτές τα ορκωτά
     κλητική ορκωτοί ορκωτές ορκωτά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ορκωτός < λείπει η ετυμολογία

Επίθετο

ορκωτός

  • αυτός που έχει ορκιστεί

Εκφράσεις

  • ορκωτό δικαστήριο: δικαστήριο αποτελούμενο από λαϊκούς δικαστές

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.