οριστικότητα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η οριστικότητα οι οριστικότητες
      γενική της οριστικότητας των οριστικοτήτων
    αιτιατική την οριστικότητα τις οριστικότητες
     κλητική οριστικότητα οριστικότητες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

οριστικότητα < οριστικός + -ότητα

Ουσιαστικό

οριστικότητα θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.