ορθοσκόπιο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | ορθοσκόπιο | τα | ορθοσκόπια |
| γενική | του | ορθοσκοπίου & ορθοσκόπιου |
των | ορθοσκοπίων |
| αιτιατική | το | ορθοσκόπιο | τα | ορθοσκόπια |
| κλητική | ορθοσκόπιο | ορθοσκόπια | ||
| Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ορθοσκόπιο < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική orthoscope < αρχαία ελληνική ὀρθός + σκοπέω
Μεταφράσεις
ορθοσκόπιο
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.