ορεχτικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ορεχτικός η ορεχτική το ορεχτικό
      γενική του ορεχτικού της ορεχτικής του ορεχτικού
    αιτιατική τον ορεχτικό την ορεχτική το ορεχτικό
     κλητική ορεχτικέ ορεχτική ορεχτικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ορεχτικοί οι ορεχτικές τα ορεχτικά
      γενική των ορεχτικών των ορεχτικών των ορεχτικών
    αιτιατική τους ορεχτικούς τις ορεχτικές τα ορεχτικά
     κλητική ορεχτικοί ορεχτικές ορεχτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ορεχτικός < ορεκτικός

Επίθετο

ορεχτικός, -ή, -ό

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.