ορεσιπάθεια
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ορεσιπάθεια | οι | ορεσιπάθειες |
| γενική | της | ορεσιπάθειας | των | ορεσιπαθειών |
| αιτιατική | την | ορεσιπάθεια | τις | ορεσιπάθειες |
| κλητική | ορεσιπάθεια | ορεσιπάθειες | ||
| Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ορεσιπάθεια < αρχαία ελληνική ὄρος + ορεσι- + -πάθεια
Ουσιαστικό
ορεσιπάθεια θηλυκό
- (σπάνιο, παρωχημένο, ιατρική) τα συμπτώματα αδιαθεσίας που έχει κανείς όταν βρεθεί σε μεγάλο υψόμετρο από έλλειψη οξυγόνου
Μεταφράσεις
ορεσιπάθεια
|
|
Πηγές
- Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 1981‑1994, έκδοση: 2013.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.