ορεογονία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ορεογονία οι ορεογονίες
      γενική της ορεογονίας των ορεογονιών
    αιτιατική την ορεογονία τις ορεογονίες
     κλητική ορεογονία ορεογονίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ορεογονία < ορεο- + -γονία ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική orogeny)

Ουσιαστικό

ορεογονία θηλυκό

  1. (γεωλογία) ορογένεση
  2. (γεωλογία) ο σχετικός κλάδος της γεωλογίας που μελετά τέτοια φαινόμενα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.