ορεκτικότητα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ορεκτικότητα | οι | ορεκτικότητες |
| γενική | της | ορεκτικότητας | των | ορεκτικοτήτων |
| αιτιατική | την | ορεκτικότητα | τις | ορεκτικότητες |
| κλητική | ορεκτικότητα | ορεκτικότητες | ||
| Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Μεταφράσεις
ορεκτικότητα
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.