ορδή
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ορδή | οι | ορδές |
| γενική | της | ορδής | των | ορδών |
| αιτιατική | την | ορδή | τις | ορδές |
| κλητική | ορδή | ορδές | ||
| Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
Ουσιαστικό
ορδή θηλυκό
- το άτακτο πλήθος πολεμιστών, που βιαιοπραγεί, λεηλατεί και καταστρέφει τις περιοχές από τις οποίες διέρχεται: πχ. οι ορδές των εχθρών
- (συνεκδοχικά) το μεγάλο πλήθος ανθρώπων που συγκεντρώνεται σε ένα σημείο
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.