οργανόγραμμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | οργανόγραμμα | τα | οργανογράμματα |
| γενική | του | οργανογράμματος | των | οργανογραμμάτων |
| αιτιατική | το | οργανόγραμμα | τα | οργανογράμματα |
| κλητική | οργανόγραμμα | οργανογράμματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- οργανόγραμμα < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
οργανόγραμμα ουδέτερο
- το σχέδιο οργάνωσης ενός οργανισμού, εταιρείας, κ.α., ιδίως των διαφόρων ιεραρχικών σχέσεων ή υπηρεσιών του/της
Μεταφράσεις
οργανόγραμμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.