οργανόγραμμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το οργανόγραμμα τα οργανογράμματα
      γενική του οργανογράμματος των οργανογραμμάτων
    αιτιατική το οργανόγραμμα τα οργανογράμματα
     κλητική οργανόγραμμα οργανογράμματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

οργανόγραμμα < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

οργανόγραμμα ουδέτερο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.