οργανάκι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το οργανάκι τα οργανάκια
      γενική
    αιτιατική το οργανάκι τα οργανάκια
     κλητική οργανάκι οργανάκια
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

οργανάκι < όργαν(ο) + υποκοριστικό επίθημα -άκι

Προφορά

ΔΦΑ : /oɾ.ɣaˈna.ci/
τυπογραφικός συλλαβισμός: οργανάκι

Ουσιαστικό

οργανάκι ουδέτερο

  1. (υποκοριστικό) το μικρό μουσικό όργανο
  2. η λατέρνα

Μεταφράσεις

για γλώσσες που δεν διαχωρίζουν το υποκοριστικό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε όργανο. Επίσης βλέπε λατέρνα

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.