οπτικοακουστικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | οπτικοακουστικός | η | οπτικοακουστική | το | οπτικοακουστικό |
| γενική | του | οπτικοακουστικού | της | οπτικοακουστικής | του | οπτικοακουστικού |
| αιτιατική | τον | οπτικοακουστικό | την | οπτικοακουστική | το | οπτικοακουστικό |
| κλητική | οπτικοακουστικέ | οπτικοακουστική | οπτικοακουστικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | οπτικοακουστικοί | οι | οπτικοακουστικές | τα | οπτικοακουστικά |
| γενική | των | οπτικοακουστικών | των | οπτικοακουστικών | των | οπτικοακουστικών |
| αιτιατική | τους | οπτικοακουστικούς | τις | οπτικοακουστικές | τα | οπτικοακουστικά |
| κλητική | οπτικοακουστικοί | οπτικοακουστικές | οπτικοακουστικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- οπτικοακουστικός < οπτικός + ακουστικός
Προφορά
- ΔΦΑ : /op.ti.ko.a.ku.stiˈkos/
Μεταφράσεις
οπτικοακουστικός
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.