οπλίζομαι
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- οπλίζομαι < παθητική φωνή του ρήματος οπλίζω
Ρήμα
οπλίζομαι, πρτ.: οπλιζόμουν, στ.μέλλ.: θα οπλιστώ, αόρ.: οπλίστηκα, μτχ.π.π.: οπλισμένος
- οπλίζω τον εαυτό μου, παίρνω μαζί μου ένα όπλο για να το χρησιμοποιήσω, αν χρειαστεί
- (μεταφορικά)
- οπλίστηκε με υπομονή και θάρρος
- (για όπλα) με οπλίζουν
- ακούστηκε ο χαρακτηριστικός ήχος και καταλάβαμε ότι το πιστόλι οπλίστηκε
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.