οπερετικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | οπερετικός | η | οπερετική | το | οπερετικό |
| γενική | του | οπερετικού | της | οπερετικής | του | οπερετικού |
| αιτιατική | τον | οπερετικό | την | οπερετική | το | οπερετικό |
| κλητική | οπερετικέ | οπερετική | οπερετικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | οπερετικοί | οι | οπερετικές | τα | οπερετικά |
| γενική | των | οπερετικών | των | οπερετικών | των | οπερετικών |
| αιτιατική | τους | οπερετικούς | τις | οπερετικές | τα | οπερετικά |
| κλητική | οπερετικοί | οπερετικές | οπερετικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- οπερετικός < οπερέτα
Μεταφράσεις
οπερετικός
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.