οξικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | οξικός | η | οξική | το | οξικό |
| γενική | του | οξικού | της | οξικής | του | οξικού |
| αιτιατική | τον | οξικό | την | οξική | το | οξικό |
| κλητική | οξικέ | οξική | οξικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | οξικοί | οι | οξικές | τα | οξικά |
| γενική | των | οξικών | των | οξικών | των | οξικών |
| αιτιατική | τους | οξικούς | τις | οξικές | τα | οξικά |
| κλητική | οξικοί | οξικές | οξικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- οξικός < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική acétique
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.