οξειδάση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | οξειδάση | οι | οξειδάσες |
| γενική | της | οξειδάσης | των | οξειδασών |
| αιτιατική | την | οξειδάση | τις | οξειδάσες |
| κλητική | οξειδάση | οξειδάσες | ||
| Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- οξειδάση < (λόγιο δάνειο) γαλλική oxydase < oxyd- οξείδ(ιο) + -ase (-άση)[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /o.ksiˈða.si/
-
oxidase στην αγγλική Βικιπαίδεια

Αναφορές
- οξειδάση - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.