οντολόγος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η οντολόγος οι οντολόγοι
      γενική του/της οντολόγου των οντολόγων
    αιτιατική τον/την οντολόγο τους/τις οντολόγους
     κλητική οντολόγε οντολόγοι
Κατηγορία όπως «ζωγράφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

οντολόγος < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

οντολόγος αρσενικό ή θηλυκό


Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.