ομοφοβία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ομοφοβία οι ομοφοβίες
      γενική της ομοφοβίας των ομοφοβιών
    αιτιατική την ομοφοβία τις ομοφοβίες
     κλητική ομοφοβία ομοφοβίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ομοφοβία < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική homophobia < homo (< homosexual) +‎ -phobia < αρχαία ελληνική ὁμο- (< ὁμός) + -φοβία (< φόβος)

Ουσιαστικό

ομοφοβία θηλυκό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.