ομορφονιός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ομορφονιός οι ομορφονιοί
      γενική του ομορφονιού των ομορφονιών
    αιτιατική τον ομορφονιό τους ομορφονιούς
     κλητική ομορφονιέ ομορφονιοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ομορφονιός < ομορφο- + νιος

Ουσιαστικό

ομορφονιός αρσενικό (θηλυκό: ομορφονιά)

  1. όμορφος νέος
  2. (ειρωνικό) άσχημος νέος που παριστάνει τον όμορφο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.