ομοιόχρωμος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ομοιόχρωμος η ομοιόχρωμη το ομοιόχρωμο
      γενική του ομοιόχρωμου της ομοιόχρωμης του ομοιόχρωμου
    αιτιατική τον ομοιόχρωμο την ομοιόχρωμη το ομοιόχρωμο
     κλητική ομοιόχρωμε ομοιόχρωμη ομοιόχρωμο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ομοιόχρωμοι οι ομοιόχρωμες τα ομοιόχρωμα
      γενική των ομοιόχρωμων των ομοιόχρωμων των ομοιόχρωμων
    αιτιατική τους ομοιόχρωμους τις ομοιόχρωμες τα ομοιόχρωμα
     κλητική ομοιόχρωμοι ομοιόχρωμες ομοιόχρωμα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ομοιόχρωμος < όμοι(ος) + -ό- + -χρωμος

Επίθετο

ομοιόχρωμος, -η, -ο

  • που έχει το ίδιο χρώμα με κάποιον/κάτι άλλο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.