ομοιοστασία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ομοιοστασία | οι | ομοιοστασίες |
| γενική | της | ομοιοστασίας | των | ομοιοστασιών |
| αιτιατική | την | ομοιοστασία | τις | ομοιοστασίες |
| κλητική | ομοιοστασία | ομοιοστασίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ομοιοστασία < ομοιόσταση + -ία
Μεταφράσεις
ομοιοστασία
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.