ομοιομορφισμός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | ομοιομορφισμός | οι | ομοιομορφισμοί |
| γενική | του | ομοιομορφισμού | των | ομοιομορφισμών |
| αιτιατική | τον | ομοιομορφισμό | τους | ομοιομορφισμούς |
| κλητική | ομοιομορφισμέ | ομοιομορφισμοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
ομοιομορφισμός αρσενικό
- Η ιδιότητα του ομοιόμορφου ή η τάση για ομοιομορφία.
- (φυσική) Θεωρία σύμφωνα με την οποία οι διεργασίες που λειτουργούν στη φύση παραμένουν αμετάβλητες με το πέρασμα του χρόνου.
- (γεωλογία) Θεωρία που διατυπώθηκε από τον Charles Lyell (1797–1875) σύμφωνα με την οποία η διαμόρφωση του γήινου φλοιού είναι μια συνεχής και ομοιόμορφη διεργασία και όχι αποτέλεσμα ξαφνικών και βίαιων καταστροφών μεγάλης κλίμακας (δείτε καταστροφισμός).
- (μαθηματικά) Συνάρτηση που στην τοπολογία υφίσταται για έναν γεωμετρικό σχηματισμό ο οποίος μπορεί να μετατραπεί σε έναν άλλο ισοδύναμο μέσω ελαστικής παραμόρφωσης.
Συνώνυμα
- ομοιογενισμός
Αντώνυμα
- (3) καταστροφισμός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.