ομογλωσσία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ομογλωσσία | οι | ομογλωσσίες |
| γενική | της | ομογλωσσίας | των | ομογλωσσιών |
| αιτιατική | την | ομογλωσσία | τις | ομογλωσσίες |
| κλητική | ομογλωσσία | ομογλωσσίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ομογλωσσία < ομόγλωσσ(ος) + -ία / (ομο- + -γλωσσία)
Προφορά
- ΔΦΑ : /o.mo.ɣloˈsi.a/
Ουσιαστικό
ομογλωσσία θηλυκό
Αντώνυμα
- αλλογλωσσία
- ετερογλωσσία
Συγγενικά
- ομόγλωσσος
- → δείτε τις λέξεις ομο-, -γλωσσία και γλώσσα
Μεταφράσεις
ομογλωσσία
|
|
Αναφορές
- ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
- ομογλωσσ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.