ομαδάρχισσα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ομαδάρχισσα | οι | ομαδάρχισσες |
| γενική | της | ομαδάρχισσας | των | ομαδαρχισσών |
| αιτιατική | την | ομαδάρχισσα | τις | ομαδάρχισσες |
| κλητική | ομαδάρχισσα | ομαδάρχισσες | ||
| Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
ομαδάρχισσα θηλυκό
- η αρχηγός κάποιας ομάδας. Χρησιμοποιείται συνήθως για αρχηγό ομάδας σε κατασκήνωση αλλά και γενικότερα οποιασδήποτε ομάδας.
Μεταφράσεις
ομαδάρχισσα
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.