ολόισιος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ολόισιος | η | ολόισια | το | ολόισιο |
| γενική | του | ολόισιου | της | ολόισιας | του | ολόισιου |
| αιτιατική | τον | ολόισιο | την | ολόισια | το | ολόισιο |
| κλητική | ολόισιε | ολόισια | ολόισιο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ολόισιοι | οι | ολόισιες | τα | ολόισια |
| γενική | των | ολόισιων | των | ολόισιων | των | ολόισιων |
| αιτιατική | τους | ολόισιους | τις | ολόισιες | τα | ολόισια |
| κλητική | ολόισιοι | ολόισιες | ολόισια | |||
| ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /oˈlo.i.sços/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ο‐λό‐ι‐σιος
Επίθετο
ολόισιος, -α, -ο (χωρίς παραθετικά)
- (επιτατικό επίθετο) εντελώς ίσιος
- ※ Καλαμιές ξεφυτρώνουν μέσα από τα νερά, ολόισιες σαν ακόντια ενός καταποντισμένου στρατού. (Βασίλης Αλεξάκης (1995) Η μητρική γλώσσα)
Παράγωγα
- ολόισια (επίρρημα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.