ολιγομελής

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ολιγομελής η ολιγομελής το ολιγομελές
      γενική του ολιγομελούς* της ολιγομελούς του ολιγομελούς
    αιτιατική τον ολιγομελή την ολιγομελή το ολιγομελές
     κλητική ολιγομελή(ς) ολιγομελής ολιγομελές
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ολιγομελείς οι ολιγομελείς τα ολιγομελή
      γενική των ολιγομελών των ολιγομελών των ολιγομελών
    αιτιατική τους ολιγομελείς τις ολιγομελείς τα ολιγομελή
     κλητική ολιγομελείς ολιγομελείς ολιγομελή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ολιγομελής < ολιγο- + -μελής

Επίθετο

ολιγομελής, -ής, -ές

  • που αποτελείται από λίγα μέλη
    ολιγομελής παρέα, ολιγομελή φροντιστηριακά τμήματα

Αντώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.