οχτάβα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | οχτάβα | οι | οχτάβες |
| γενική | της | οχτάβας | των | οχτάβων |
| αιτιατική | την | οχτάβα | τις | οχτάβες |
| κλητική | οχτάβα | οχτάβες | ||
| Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.