οικοσυστημικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο οικοσυστημικός η οικοσυστημική το οικοσυστημικό
      γενική του οικοσυστημικού της οικοσυστημικής του οικοσυστημικού
    αιτιατική τον οικοσυστημικό την οικοσυστημική το οικοσυστημικό
     κλητική οικοσυστημικέ οικοσυστημική οικοσυστημικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι οικοσυστημικοί οι οικοσυστημικές τα οικοσυστημικά
      γενική των οικοσυστημικών των οικοσυστημικών των οικοσυστημικών
    αιτιατική τους οικοσυστημικούς τις οικοσυστημικές τα οικοσυστημικά
     κλητική οικοσυστημικοί οικοσυστημικές οικοσυστημικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

οικοσυστημικός < οικοσύστημα + -ικός ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική ecosystemic)

Επίθετο

οικοσυστημικός

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.