προσπορίζομαι
Νέα ελληνικά (el)
Κλίση
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | προσπορίζομαι | προσποριζόμουν(α) | θα προσπορίζομαι | να προσπορίζομαι | ||
| β' ενικ. | προσπορίζεσαι | προσποριζόσουν(α) | θα προσπορίζεσαι | να προσπορίζεσαι | (προσπορίζου) | |
| γ' ενικ. | προσπορίζεται | προσποριζόταν(ε) | θα προσπορίζεται | να προσπορίζεται | ||
| α' πληθ. | προσποριζόμαστε | προσποριζόμαστε προσποριζόμασταν |
θα προσποριζόμαστε | να προσποριζόμαστε | ||
| β' πληθ. | προσπορίζεστε | προσποριζόσαστε προσποριζόσασταν |
θα προσπορίζεστε | να προσπορίζεστε | (προσπορίζεστε) | |
| γ' πληθ. | προσπορίζονται | προσπορίζονταν προσποριζόντουσαν |
θα προσπορίζονται | να προσπορίζονται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | προσπορίστηκα | θα προσποριστώ | να προσποριστώ | προσποριστεί | ||
| β' ενικ. | προσπορίστηκες | θα προσποριστείς | να προσποριστείς | προσπορίσου | ||
| γ' ενικ. | προσπορίστηκε | θα προσποριστεί | να προσποριστεί | |||
| α' πληθ. | προσποριστήκαμε | θα προσποριστούμε | να προσποριστούμε | |||
| β' πληθ. | προσποριστήκατε | θα προσποριστείτε | να προσποριστείτε | προσποριστείτε | ||
| γ' πληθ. | προσπορίστηκαν προσποριστήκαν(ε) |
θα προσποριστούν(ε) | να προσποριστούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω προσποριστεί | είχα προσποριστεί | θα έχω προσποριστεί | να έχω προσποριστεί | προσπορισμένος | |
| β' ενικ. | έχεις προσποριστεί | είχες προσποριστεί | θα έχεις προσποριστεί | να έχεις προσποριστεί | ||
| γ' ενικ. | έχει προσποριστεί | είχε προσποριστεί | θα έχει προσποριστεί | να έχει προσποριστεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε προσποριστεί | είχαμε προσποριστεί | θα έχουμε προσποριστεί | να έχουμε προσποριστεί | ||
| β' πληθ. | έχετε προσποριστεί | είχατε προσποριστεί | θα έχετε προσποριστεί | να έχετε προσποριστεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν προσποριστεί | είχαν προσποριστεί | θα έχουν προσποριστεί | να έχουν προσποριστεί | ||
Μεταφράσεις
προσπορίζομαι
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.