οικονομικότητα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | οικονομικότητα | οι | οικονομικότητες |
| γενική | της | οικονομικότητας | των | οικονομικοτήτων |
| αιτιατική | την | οικονομικότητα | τις | οικονομικότητες |
| κλητική | οικονομικότητα | οικονομικότητες | ||
| Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- οικονομικότητα < οικονομικός + -ότητα ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική economicity[1])
Ουσιαστικό
οικονομικότητα θηλυκό
- (λόγιο, οικονομία) η επίτευξη του καλύτερου οικονομικού αποτελέσματος με ελάχιστα (ή απλώς τα διαθέσιμα) μέσα
Μεταφράσεις
οικονομικότητα
- οικονομικότητα - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.