οικονομετρικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | οικονομετρικός | η | οικονομετρική | το | οικονομετρικό |
| γενική | του | οικονομετρικού | της | οικονομετρικής | του | οικονομετρικού |
| αιτιατική | τον | οικονομετρικό | την | οικονομετρική | το | οικονομετρικό |
| κλητική | οικονομετρικέ | οικονομετρική | οικονομετρικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | οικονομετρικοί | οι | οικονομετρικές | τα | οικονομετρικά |
| γενική | των | οικονομετρικών | των | οικονομετρικών | των | οικονομετρικών |
| αιτιατική | τους | οικονομετρικούς | τις | οικονομετρικές | τα | οικονομετρικά |
| κλητική | οικονομετρικοί | οικονομετρικές | οικονομετρικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- οικονομετρικός < οικονομετρία
Επίθετο
οικονομετρικός
- σχετικός με την οικονομετρία
- οικονομετρικός λογισμός
- οικονομετρικός έλεγχος
- οικονομετρική ανάλυση
Μεταφράσεις
οικονομετρικός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.