οικοδιδασκάλισσα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η οικοδιδασκάλισσα οι οικοδιδασκάλισσες
      γενική της οικοδιδασκάλισσας των οικοδιδασκαλισσών
    αιτιατική την οικοδιδασκάλισσα τις οικοδιδασκάλισσες
     κλητική οικοδιδασκάλισσα οικοδιδασκάλισσες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

οικοδιδασκάλισσα < οικοδιδάσκαλος + κατάληξη θηλυκού -ισσα

Ουσιαστικό

οικοδιδασκάλισσα θηλυκό

  • (επάγγελμα, παρωχημένο) η δασκάλα που διδάσκει κάποιους μαθητές στο σπίτι τους

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.