οιδηματώδης

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο οιδηματώδης η οιδηματώδης το οιδηματώδες
      γενική του οιδηματώδους της οιδηματώδους του οιδηματώδους
    αιτιατική τον οιδηματώδη την οιδηματώδη το οιδηματώδες
     κλητική οιδηματώδη(ς) οιδηματώδης οιδηματώδες
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι οιδηματώδεις οι οιδηματώδεις τα οιδηματώδη
      γενική των οιδηματωδών των οιδηματωδών των οιδηματωδών
    αιτιατική τους οιδηματώδεις τις οιδηματώδεις τα οιδηματώδη
     κλητική οιδηματώδεις οιδηματώδεις οιδηματώδη
Κατηγορία όπως «μανιώδης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

οιδηματώδης < οίδημα (γενική: οιδήματος) + -ώδης

Προφορά

ΔΦΑ : /i.ði.maˈto.ðis/

Επίθετο

οιδηματώδης, -ης, -ες

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.