οζοντισμός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο οζοντισμός οι οζοντισμοί
      γενική του οζοντισμού των οζοντισμών
    αιτιατική τον οζοντισμό τους οζοντισμούς
     κλητική οζοντισμέ οζοντισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

οζοντισμός < όζον + -ισμός < (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική ozonization

Ουσιαστικό

οζοντισμός αρσενικό

  • (χημεία) (τεχνολογία) (νεολογισμός) άλλη μορφή του οζονισμός

Συγγενικά

  •  δείτε τη λέξη όζον

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.