steamroller

Αγγλικά (en)

Ετυμολογία

steamroller < steam + roller

Ουσιαστικό

      ενικός         πληθυντικός  
steamroller steamrollers

steamroller (en)

  1. ο οδοστρωτήρας (κυρίως ο ατμοκίνητος, αλλά ανεπίσημα οποιουδήποτε τύπου)
     συνώνυμα: road roller
  2. (μεταφορικά) ο οδοστρωτήρας
  3. πίπα για το κάπνισμα της κάνναβης

Ρήμα

ενεστώτας steamroller
γ΄ ενικό ενεστώτα steamrollers
αόριστος steamrollered
παθητική μετοχή steamrollered
ενεργητική μετοχή steamrollering

steamroller (en)

  1. στρώνω ένα δρόμο με οδοστρωτήρα
  2. (μεταφορικά) ενεργώ σαν οδοστρωτήρας

Συνώνυμα

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.