steamroller
Αγγλικά (en)
Ετυμολογία
- steamroller < steam + roller
Ουσιαστικό
| ενικός | πληθυντικός |
| steamroller | steamrollers |
steamroller (en)
- ο οδοστρωτήρας (κυρίως ο ατμοκίνητος, αλλά ανεπίσημα οποιουδήποτε τύπου)
- ≈ συνώνυμα: road roller
- (μεταφορικά) ο οδοστρωτήρας
- πίπα για το κάπνισμα της κάνναβης
Ρήμα
| ενεστώτας | steamroller |
| γ΄ ενικό ενεστώτα | steamrollers |
| αόριστος | steamrollered |
| παθητική μετοχή | steamrollered |
| ενεργητική μετοχή | steamrollering |
steamroller (en)
- στρώνω ένα δρόμο με οδοστρωτήρα
- (μεταφορικά) ενεργώ σαν οδοστρωτήρας
Συνώνυμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.