μασέλα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μασέλα οι μασέλες
      γενική της μασέλας
    αιτιατική τη μασέλα τις μασέλες
     κλητική μασέλα μασέλες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μασέλα < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

μασέλα θηλυκό (πληθυντικός μασέλες)

  1. η τεχνητή οδοντοστοιχία
  2. η φυσική οδοντοστοιχία

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.