οβιδοβόλο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | οβιδοβόλο | τα | οβιδοβόλα |
| γενική | του | οβιδοβόλου | των | οβιδοβόλων |
| αιτιατική | το | οβιδοβόλο | τα | οβιδοβόλα |
| κλητική | οβιδοβόλο | οβιδοβόλα | ||
| Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία

αμερικανικό οβιδοβόλο του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου
-
οβιδοβόλο στη Βικιπαίδεια

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.