ξυρισματάκι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ξυρισματάκι τα ξυρισματάκια
      γενική
    αιτιατική το ξυρισματάκι τα ξυρισματάκια
     κλητική ξυρισματάκι ξυρισματάκια
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ξυρισματάκι < υποκοριστικό του ξύρισμα

Ουσιαστικό

ξυρισματάκι ουδέτερο

  1. (οικείο) ξύρισμα
    προλαβαίνω να κάνω και ένα ξυρισματάκι ή να έρθω το απόγευμα;

Μεταφράσεις

για γλώσσες που δεν διαχωρίζουν το υποκοριστικό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε ξύρισμα

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.