ξυπνητήρι
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | ξυπνητήρι | τα | ξυπνητήρια |
| γενική | του | ξυπνητηριού | των | ξυπνητηριών |
| αιτιατική | το | ξυπνητήρι | τα | ξυπνητήρια |
| κλητική | ξυπνητήρι | ξυπνητήρια | ||
| Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

ένα ξυπνητήρι

ψηφιακό ξυπνητήρι
Ουσιαστικό
ξυπνητήρι ουδέτερο
- ρολόι το οποίο έχει τη δυνατότητα να ρυθμίζεται ώστε να παράγει σε συγκεκριμένη ώρα κάποιον ήχο ή γενικά ηχητική ειδοποίηση, με σκοπό την αφύπνιση / το ξύπνημα ή γενικά την προειδοποίηση
- εξάρτημα ή χαρακτηριστικό άλλου μηχανισμού ή αντικειμένου με ρόλο ξυπνητηριού (όπως κινητό τηλέφωνο, τηλεόραση)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.