ξυλοδεσιά
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ξυλοδεσιά | οι | ξυλοδεσιές |
| γενική | της | ξυλοδεσιάς | των | ξυλοδεσιών |
| αιτιατική | την | ξυλοδεσιά | τις | ξυλοδεσιές |
| κλητική | ξυλοδεσιά | ξυλοδεσιές | ||
| Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
ξυλοδεσιά θηλυκό
- (αρχιτεκτονική) αρχιτεκτονικό δομικό στοιχείο (σκελετός) από ξύλο, που μπαίνει ανάμεσα από λίθινες ή πλίνθινες κατασκευές και εξασφαλίζει τη συνοχή και την ανθεκτικότητα του οικοδομήματος
Μεταφράσεις
ξυλοδεσιά
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.