ξομπλιάστρα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ξομπλιάστρα οι ξομπλιάστρες
      γενική της ξομπλιάστρας
    αιτιατική την ξομπλιάστρα τις ξομπλιάστρες
     κλητική ξομπλιάστρα ξομπλιάστρες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ξομπλιάστρα < ξομπλιάζω + κατάληξη θηλυκού -τρα

Ουσιαστικό

ξομπλιάστρα θηλυκό

  1. (επάγγελμα) αυτή που κεντάει
     συνώνυμα: κεντήστρα
  2. (μεταφορικά) κουτσομπόλα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.