ξιφουλκώ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- ξιφουλκώ < ελληνιστική κοινή ξιφουλκέω / ξιφουλκῶ < αρχαία ελληνική ξιφουλκός < ξῐ́φος + ἕλκω ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική tirer l’épée)
Ρήμα
ξιφουλκώ
- (κυριολεκτικά) τραβάω το ξίφος από τη θέση του, απειλώ
- (μεταφορικά) λογομαχώ, διαπληκτίζομαι
Συγγενικά
- ξιφούλκηση
- → δείτε τις λέξεις ξίφος και έλκω
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | ξιφουλκώ | ξιφουλκούσα | θα ξιφουλκώ | να ξιφουλκώ | ξιφουλκώντας | |
| β' ενικ. | ξιφουλκείς | ξιφουλκούσες | θα ξιφουλκείς | να ξιφουλκείς | (ξιφούλκει) | |
| γ' ενικ. | ξιφουλκεί | ξιφουλκούσε | θα ξιφουλκεί | να ξιφουλκεί | ||
| α' πληθ. | ξιφουλκούμε | ξιφουλκούσαμε | θα ξιφουλκούμε | να ξιφουλκούμε | ||
| β' πληθ. | ξιφουλκείτε | ξιφουλκούσατε | θα ξιφουλκείτε | να ξιφουλκείτε | ξιφουλκείτε | |
| γ' πληθ. | ξιφουλκούν(ε) | ξιφουλκούσαν(ε) | θα ξιφουλκούν(ε) | να ξιφουλκούν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | ξιφούλκησα | θα ξιφουλκήσω | να ξιφουλκήσω | ξιφουλκήσει | ||
| β' ενικ. | ξιφούλκησες | θα ξιφουλκήσεις | να ξιφουλκήσεις | ξιφούλκησε | ||
| γ' ενικ. | ξιφούλκησε | θα ξιφουλκήσει | να ξιφουλκήσει | |||
| α' πληθ. | ξιφουλκήσαμε | θα ξιφουλκήσουμε | να ξιφουλκήσουμε | |||
| β' πληθ. | ξιφουλκήσατε | θα ξιφουλκήσετε | να ξιφουλκήσετε | ξιφουλκήστε | ||
| γ' πληθ. | ξιφούλκησαν ξιφουλκήσαν(ε) |
θα ξιφουλκήσουν(ε) | να ξιφουλκήσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω ξιφουλκήσει | είχα ξιφουλκήσει | θα έχω ξιφουλκήσει | να έχω ξιφουλκήσει | ||
| β' ενικ. | έχεις ξιφουλκήσει | είχες ξιφουλκήσει | θα έχεις ξιφουλκήσει | να έχεις ξιφουλκήσει | ||
| γ' ενικ. | έχει ξιφουλκήσει | είχε ξιφουλκήσει | θα έχει ξιφουλκήσει | να έχει ξιφουλκήσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε ξιφουλκήσει | είχαμε ξιφουλκήσει | θα έχουμε ξιφουλκήσει | να έχουμε ξιφουλκήσει | ||
| β' πληθ. | έχετε ξιφουλκήσει | είχατε ξιφουλκήσει | θα έχετε ξιφουλκήσει | να έχετε ξιφουλκήσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν ξιφουλκήσει | είχαν ξιφουλκήσει | θα έχουν ξιφουλκήσει | να έχουν ξιφουλκήσει |
| |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.