ξιφουλκός
Αρχαία ελληνικά (grc)
| → γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ/ἡ | ξιφουλκός | τὸ | ξιφουλκόν | ||
| γενική | τοῦ/τῆς | ξιφουλκοῦ | τοῦ | ξιφουλκοῦ | ||
| δοτική | τῷ/τῇ | ξιφουλκῷ | τῷ | ξιφουλκῷ | ||
| αιτιατική | τὸν/τὴν | ξιφουλκόν | τὸ | ξιφουλκόν | ||
| κλητική ὦ! | ξιφουλκέ | ξιφουλκόν | ||||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ/αἱ | ξιφουλκοί | τὰ | ξιφουλκᾰ́ | ||
| γενική | τῶν | ξιφουλκῶν | τῶν | ξιφουλκῶν | ||
| δοτική | τοῖς/ταῖς | ξιφουλκοῖς | τοῖς | ξιφουλκοῖς | ||
| αιτιατική | τοὺς/τὰς | ξιφουλκούς | τὰ | ξιφουλκᾰ́ | ||
| κλητική ὦ! | ξιφουλκοί | ξιφουλκᾰ́ | ||||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ξιφουλκώ | τὼ | ξιφουλκώ | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | ξιφουλκοῖν | τοῖν | ξιφουλκοῖν | ||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'βοηθός' όπως «βοηθός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Πηγές
- ξιφουλκός - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ξιφουλκός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.