ξιφοειδής
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ξιφοειδής | η | ξιφοειδής | το | ξιφοειδές |
| γενική | του | ξιφοειδούς* | της | ξιφοειδούς | του | ξιφοειδούς |
| αιτιατική | τον | ξιφοειδή | την | ξιφοειδή | το | ξιφοειδές |
| κλητική | ξιφοειδή(ς) | ξιφοειδής | ξιφοειδές | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ξιφοειδείς | οι | ξιφοειδείς | τα | ξιφοειδή |
| γενική | των | ξιφοειδών | των | ξιφοειδών | των | ξιφοειδών |
| αιτιατική | τους | ξιφοειδείς | τις | ξιφοειδείς | τα | ξιφοειδή |
| κλητική | ξιφοειδείς | ξιφοειδείς | ξιφοειδή | |||
| * Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
| Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ξιφοειδής < ελληνιστική κοινή ξιφοειδής
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.