ξεφυσάω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ξεφυσάω < ξεφυσ(ώ) + νεότερο επίθημα -άω < κληρονομημένο από τη μεσαιωνική ελληνική ξεφυσῶ < αρχαία ελληνική ἐκφυσῶ, συνηρημένος τύπος του ἐκφυσόω < με ἐκ- > ξε- + φυσάω / φυσῶ < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *pu- (φυσώ, φουσκώνω) [1]

Προφορά

ΔΦΑ : /kse.fiˈsa.o/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ξεφυσάω

Ρήμα

ξεφυσάω/ξεφυσώ, πρτ.: ξεφυσούσα/ξεφύσαγα, αόρ.: ξεφύσησα/ξεφύσηξα [2] (χωρίς παθητική φωνή)

Συγγενικά

 και δείτε τη λέξη φυσάω

Κλίση

αόριστοι: ξεφύσησα & ξεφύσηξα λείπει η κλίση

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.