ξεφυσάω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
Προφορά
- ΔΦΑ : /kse.fiˈsa.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ξε‐φυ‐σά‐ω
Ρήμα
ξεφυσάω/ξεφυσώ, πρτ.: ξεφυσούσα/ξεφύσαγα, αόρ.: ξεφύσησα/ξεφύσηξα [2] (χωρίς παθητική φωνή)
- εκπνέω με δύναμη και θόρυβο, για να δηλώσω αγανάκτηση, δυσανασχέτηση, κούραση
Κλίση
αόριστοι: ξεφύσησα & ξεφύσηξα → λείπει η κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | ξεφυσάω - ξεφυσώ | ξεφυσούσα | θα ξεφυσάω - ξεφυσώ | να ξεφυσάω - ξεφυσώ | ξεφυσώντας | |
| β' ενικ. | ξεφυσάς | ξεφυσούσες | θα ξεφυσάς | να ξεφυσάς | ξεφύσα - ξεφύσαγε | |
| γ' ενικ. | ξεφυσάει - ξεφυσά | ξεφυσούσε | θα ξεφυσάει - ξεφυσά | να ξεφυσάει - ξεφυσά | ||
| α' πληθ. | ξεφυσάμε - ξεφυσούμε | ξεφυσούσαμε | θα ξεφυσάμε - ξεφυσούμε | να ξεφυσάμε - ξεφυσούμε | ||
| β' πληθ. | ξεφυσάτε | ξεφυσούσατε | θα ξεφυσάτε | να ξεφυσάτε | ξεφυσάτε | |
| γ' πληθ. | ξεφυσάν(ε) - ξεφυσούν(ε) | ξεφυσούσαν(ε) | θα ξεφυσάν(ε) - ξεφυσούν(ε) | να ξεφυσάν(ε) - ξεφυσούν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | ξεφύσησα | θα ξεφυσήσω | να ξεφυσήσω | ξεφυσήσει | ||
| β' ενικ. | ξεφύσησες | θα ξεφυσήσεις | να ξεφυσήσεις | ξεφύσα - ξεφύσησε | ||
| γ' ενικ. | ξεφύσησε | θα ξεφυσήσει | να ξεφυσήσει | |||
| α' πληθ. | ξεφυσήσαμε | θα ξεφυσήσουμε | να ξεφυσήσουμε | |||
| β' πληθ. | ξεφυσήσατε | θα ξεφυσήσετε | να ξεφυσήσετε | ξεφυσήστε | ||
| γ' πληθ. | ξεφύσησαν ξεφυσήσαν(ε) |
θα ξεφυσήσουν(ε) | να ξεφυσήσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω ξεφυσήσει | είχα ξεφυσήσει | θα έχω ξεφυσήσει | να έχω ξεφυσήσει | ||
| β' ενικ. | έχεις ξεφυσήσει | είχες ξεφυσήσει | θα έχεις ξεφυσήσει | να έχεις ξεφυσήσει | ||
| γ' ενικ. | έχει ξεφυσήσει | είχε ξεφυσήσει | θα έχει ξεφυσήσει | να έχει ξεφυσήσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε ξεφυσήσει | είχαμε ξεφυσήσει | θα έχουμε ξεφυσήσει | να έχουμε ξεφυσήσει | ||
| β' πληθ. | έχετε ξεφυσήσει | είχατε ξεφυσήσει | θα έχετε ξεφυσήσει | να έχετε ξεφυσήσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν ξεφυσήσει | είχαν ξεφυσήσει | θα έχουν ξεφυσήσει | να έχουν ξεφυσήσει |
| |
Μεταφράσεις
Αναφορές
- ξεφυσάω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- {{Π:Μπαμπινιώτης 2002}
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.