ξεφυσώ

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ξεφυσώ < κληρονομημένο από τη μεσαιωνική ελληνική ξεφυσῶ  και δείτε τη λέξη ξεφυσάω

Προφορά

ΔΦΑ : /kse.fiˈso/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ξεφυσώ

Ρήμα

ξεφυσώ (χωρίς παθητική φωνή)

Κλίση

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.