μπορόλας

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μπορόλας οι μπορόλες
      γενική του μπορόλα των μπορόλων
    αιτιατική τον μπορόλα τους μπορόλες
     κλητική μπορόλα μπορόλες
Κατηγορία όπως «αγώνας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μπορόλας < (μπορώ) μπορεί + όλα +

Ουσιαστικό

μπορόλας αρσενικό (θηλυκό: μπορόλα) (νεολογισμός)

  • (προφορικό) που πιστεύει πως μπορεί να κάνει τα πάντα και συμπεριφέρεται με ανάλογο τρόπο

Σημειώσεις

  • λέξη που πλάστηκε σε αντιστοιχία με το ξερόλας

Συνώνυμα

  • κανόλας

Αναφορές

  •   Ο Νίκος με κοιτάζει αγριωπά. «Θα μας σπάσουνε στο ξύλο οι Γερμαναράδες», λέει. Κι η Έφη, μου χώνει τα νύχια της: «Εσύ είσαι ο μπορόλας; Χαρήκαμε πολύ! .. Σου δίνεται μια εξαίσια ευκαιρία, για να δημιουργήσεις ένα μικρό σκάνδαλο και συ την πετάς στα σκουπίδια …». Λευτέρης Παπαδόπουλος, «Βούπερταλ», εφημ. Τα Νέα, στη στήλη “Ματιές” (13 Ιουν. 2001)· πρόσβαση: 2019-06-27.
  •   “Καραγκιόζης: Ο Μπορόλας και ο Ξερόλας”. Βιβλίο δραστηριοτήτων με παιχνίδια, λαβύρινθους και αυτοκόλλητα [2003]. Βιβλιοπαρουσίαση από τις εκδόσεις Σαββάλας· πρόσβαση: 2019-06-27.
  •   […] ένας Φυσικός με οικονομικό πτυχίο από το Wharton School of Economics (ξερόλας και μπορόλας) […]. Από το άρθρο του Γιώργου Ανδριανόπουλου, «Εις το όνομα του Πατρός, του Υϊου και της Αγίας TESLA», Pop Cars (27 Αυγ. 2018)· πρόσβαση: 2019-06-27.

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.