ξερόβηχας
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | ξερόβηχας | οι | ξερόβηχες |
| γενική | του | ξερόβηχα | των | ξερόβηχων |
| αιτιατική | τον | ξερόβηχα | τους | ξερόβηχες |
| κλητική | ξερόβηχα | ξερόβηχες | ||
| Η γενική πληθυντικού είναι δύσχρηστη. | ||||
| Κατηγορία όπως «βαρύμαγκας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ξερόβηχας < ξερό- + βήχας
Προφορά
- ΔΦΑ : /kseˈɾo.vi.xas/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ξε‐ρό‐βη‐χας
Συγγενικά
Μεταφράσεις
ξερόβηχας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.