ξεροβήχω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ξεροβήχω < μεσαιωνική ελληνική ξηρόβηξ ( < αρχαία ελληνική ξηρός + βήξ

Ρήμα

ξεροβήχω

  1. έχω ξερόβηχα
    Είναι δυο βδομάδες που ξεροβήχω και ίσως χρειαστεί να κάνω μαγνητική
  2. (μεταφορικά) θέλω να ανακαλέσω διακριτικά κάποιον στην τάξη ή να τον κάνω να προσέξει
    Ο διπλανός της ξερόβηξε αλλά αυτή απτόητη συνέχισε να μασάει σαν αγελάδα
    Ξερόβηξα μα την ειδοποιήσω ότι έμπαινε ο διευθυντής, αλλά αυτή συνέχιζε να βάφει τα νύχια της
  3. (μεταφορικά) έχω αμηχανία, κομπιάζω
    Ξερόβηχα, μασούσα τα λόγια μου, έκανα πώς έψαχνα τα τσιγάρα μου, άσε, δεν ήξερα τι να κάνω για να αποφύγω να του απαντήσω

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.