ξεντύσιμο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ξεντύσιμο τα ξεντυσίματα
      γενική του ξεντυσίματος των ξεντυσιμάτων
    αιτιατική το ξεντύσιμο τα ξεντυσίματα
     κλητική ξεντύσιμο ξεντυσίματα
Κατηγορία όπως «δέσιμο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ξεντύσιμο < ξεντύνω + -μο

Ουσιαστικό

ξεντύσιμο ουδέτερο

Συνώνυμα

Αντώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.